Άδειο χαρτί. Σκέψεις. Κάπως πρέπει να γεμίσει. Το ρολόι στον τοίχο δείχνει εννέα και δώδεκα. Ή μάλλον, το ρολόι στον τοίχο θα έδειχνε εννέα και δώδεκα. Αν υπήρχε. Μα δεν υπάρχει ρολόι. Ούτε τοίχος. Ή και όχι. Τοίχος υπάρχει. Και μία πόρτα υπάρχει. Είναι ανοιχτή. Από έξω ακούγεται μία φωνή. Κάποια μιλάει στο τηλέφωνο. Αλλά ποιος ο λόγος να την αποκαλώ κάποιοα; Το ξέρω το όνομα της. Τη λένε Λένα. Φυσικά και δε τη λένε Λένα. Κάπως όμως πρέπει να τη φωνάζω. Δεν είναι το Λένα τέλειο όνομα για κάποια που μιλάει στο τηλέφωνο έξω από μία ανοιχτή πόρτα; Αν βέβαια η πόρτα ήταν ανοιχτή. Στην ουσία η πόρτα είναι κλειστή. Αλλά και κλειστή δε θα την έλεγες. Είναι αρκετά ανοιχτή (ή αρκετά κλειστή. Όπως θέλετε πείτε την. Τι σημασία έχεις τέλος πάντων;) για να βλέπεις από μία χαραμάδα. Αν βέβαια είσαι αρκετά κοντά της. Εγώ είμαι αρκετά μακριά της και δε μπορώ να δω τίποτα. Το τίποτα είναι υπερβολή. Μπορώ να δω μισό κάδο απορριμάτων. Ο άλλος μισός είναι από την άλλη μεριά της πόρτας. Πρέπει να πλησιάσω αρκετά για να μπορέσω να τον δω. Ή να σκύψω αρκετά. Τίποτα από τα δύο όμως δεν είμαι διατεθειμένος να κάνω. Διάολε. Μισός κάδος είναι. Πόσο μπορεί να διαφέρει από το άλλο μισό που ήδη βλέπω; Αλλά γιατί ρωτάω; Την ξέρω ήδη την απάντηση. Δε διαφέρει καθόλου. Άλλωστε, το ξέρω επειδή τον είδα καθώς έμπαινα στο δωμάτιο. Δε γεννήθηκα εδώ μέσα ξέρετε. Γέμισα ήδη μία σελίδα και μπαίνω στην επόμενη. Η αλήθεια είναι πως δεν είναι ακριβώς μία σελίδα. Μία σελίδα παρά δύο παιδικά δάχτυλα. Σε αυτά τα δύο παιδικά δάχτλα χώρεσα και έγραψα τον αριθμό της σελίδας στην οποία πρόσεξα μία έξυπνη ατάκα στο βιβλίο που διαβάζω. Κάτι ήθελα να πω αλλά το ξέχασα. Ίσως και να το θυμηθώ αν αρχίσω να διαβάζω πάλι από την αρχή αυτής της σελίδας, αλλά δ σκοπεύω να κάνω κάτι τέτοιο. Δε θέλω να διαβάσω αυτά που έχω ήδη γράψει. Είναι πιο φυσικό έτσι. Το χέρι μου άρχισε να πονάει από το γράψιμο. Αλλά δεν είναι αυτό δικαιολογία για να σταματήσω το γράψιμο. Δεν είναι κόλας ότι μου το πάτησε ελέφαντας. Διάολε. Γιατί χρησιμοποιώ τέτοια ηλίθια παρομοίωση; Μου έχει πατήσει ελέφαντας το χέρι για να ξέρω πως είναι; Φαντάζομαι όχι και πολύ ευχάριστα πάντως. Ο λόγος για να σταματήσω το γράψιμο είναι ότι βαρέθηκα. Και έχω αρχίσε να φοβάμαι. Τι φοβάμαι; Ούτε εγώ μπορώ να πω με απόλυτη σιγουριά. Μάλλον ότι θα γίνω βαρετός. Η σελίδα πάει να τελειώσει ακόμα μια φορά. Αυτή τη φορά ολόκληρη. Χωρίς δύο παιδικά δάχτυλα. Πρέπει μέχρι να τελειώσει να έχω τελειώσει και γω. Δε σκοπεύω να μπω σε τρίτη. Είναι too much. Δε θα 'ταν πολύ ωραίο όταν τελειώσει η σελίδα να τελειώσω και γω; Δε ξέρω γιατί αλλά μου αρέσει σαν ιδέα. Αρχίζω και αγχώνομαι. Θα τα καταφέρω άραγε; Τα γράμματα μου αρχίζουν και γίνονται πιο μικρά. Δεν έχω πλέον χώρο για περιττές αναλύσεις. Μάλλον κάπου εδώ τελειώνει η σελίδα και εγώ σχεδόν τα κατάφερα. Α και την κοπελιά την λένε Λένα. Τέλος
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Το πιο ωραίο κειμενό σου, τουλάχιστον απ' αυτά που έχω διαβάσει.
μάιστα....η φταίει που δίνω ψυχολογια αύριο, η χρησιμοποιείς τη μέθοδο των ελέυθερων συνειρμών,ή που στο δικό μου τοίχο το ρολόι(που υπάρχει)δείχνει 12 πάρα τέταρτο...λολ
m'aresei to pws pantreveis tin pragmatikotita me to pws vlepeis esy ta pragmata...magiko!
Δημοσίευση σχολίου